ενικός         πληθυντικός  
révélation révélations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

révélation (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) η αποκάλυψη
  2. η φανέρωση
  3. η ανάδειξη

Συγγενικά

επεξεργασία