Ετυμολογία

επεξεργασία
φανερώνω < (ελληνιστική κοινή) φανερόω, -ῶ < φανερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fa.neˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νε‐ρώ‐νω

φανερώνω, πρτ.: φανέρωνα, στ.μέλλ.: θα φανερώσω, αόρ.: φανέρωσα, παθ.φωνή: φανερώνομαι, μτχ.π.π.: φανερωμένος

  1. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω, δείχνω
    Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.
    Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία