φανερώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φανερώνω < (ελληνιστική κοινή) φανερόω, -ῶ < φανερός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fa.neˈɾo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νε‐ρώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαφανερώνω, πρτ.: φανέρωνα, στ.μέλλ.: θα φανερώσω, αόρ.: φανέρωσα, παθ.φωνή: φανερώνομαι, μτχ.π.π.: φανερωμένος
- κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω, δείχνω
- Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.
- Κωσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου.
- Η σχολάρχαινα πιστεύει πως θα ’χει στο νου του κάνα σκέδιο και δε θέλει να το φανερώσει.
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φανερώνω | φανέρωνα | θα φανερώνω | να φανερώνω | φανερώνοντας | |
β' ενικ. | φανερώνεις | φανέρωνες | θα φανερώνεις | να φανερώνεις | φανέρωνε | |
γ' ενικ. | φανερώνει | φανέρωνε | θα φανερώνει | να φανερώνει | ||
α' πληθ. | φανερώνουμε | φανερώναμε | θα φανερώνουμε | να φανερώνουμε | ||
β' πληθ. | φανερώνετε | φανερώνατε | θα φανερώνετε | να φανερώνετε | φανερώνετε | |
γ' πληθ. | φανερώνουν(ε) | φανέρωναν φανερώναν(ε) |
θα φανερώνουν(ε) | να φανερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φανέρωσα | θα φανερώσω | να φανερώσω | φανερώσει | ||
β' ενικ. | φανέρωσες | θα φανερώσεις | να φανερώσεις | φανέρωσε | ||
γ' ενικ. | φανέρωσε | θα φανερώσει | να φανερώσει | |||
α' πληθ. | φανερώσαμε | θα φανερώσουμε | να φανερώσουμε | |||
β' πληθ. | φανερώσατε | θα φανερώσετε | να φανερώσετε | φανερώστε | ||
γ' πληθ. | φανέρωσαν φανερώσαν(ε) |
θα φανερώσουν(ε) | να φανερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φανερώσει | είχα φανερώσει | θα έχω φανερώσει | να έχω φανερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φανερώσει | είχες φανερώσει | θα έχεις φανερώσει | να έχεις φανερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φανερώσει | είχε φανερώσει | θα έχει φανερώσει | να έχει φανερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φανερώσει | είχαμε φανερώσει | θα έχουμε φανερώσει | να έχουμε φανερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φανερώσει | είχατε φανερώσει | θα έχετε φανερώσει | να έχετε φανερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φανερώσει | είχαν φανερώσει | θα έχουν φανερώσει | να έχουν φανερώσει |
|