Ετυμολογία

επεξεργασία
φανερόω < φανερός < φαίνω

φανερόω και φανεροῦμαι

  1. κάνω κάτι διάσημο ή γίνομαι διάσημος εγώ
    ἐφανερώθη ἐς τοὺς Ἕλληνας πάντας... (έγινε το επίκεντρο της προσοχής σε όλη την Ελλάδα για...)
  2. (μεταγενέστερο) κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω (στα μεταχριστιανικά χρόνια)

Συγγενικά

επεξεργασία