φάσις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | φάσῐς | αἱ | φάσεις |
γενική | τῆς | φάσεως | τῶν | φάσεων |
δοτική | τῇ | φάσει | ταῖς | φάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | φάσῐν | τὰς | φάσεις |
κλητική ὦ! | φάσῐ | φάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φάσις θηλυκό
- Φανέρωση, καταγγελία
- Ισχυρισμός, δήλωση