φημί
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φημί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰeh₂- (λέγω) (το θέμα φη- και κατά μετάπτωση φα-)
Ρήμα
επεξεργασία
φημί
- λέω, συμφωνώ, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω ότι αληθεύει κάτι, βεβαιώνω, νομίζω ότι..., η γνώμη μου είναι ότι..., θεωρώ ότι... Ρήμα που συμπληρώνεται σε πολλούς τύπους από τα ρήματα φάσκω και λέγω