↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φάση οι φάσεις
      γενική της φάσης* των φάσεων
    αιτιατική τη φάση τις φάσεις
     κλητική φάση φάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φάσεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Οι φάσεις της Σελήνης.
 
σχεδιάγραμμα των αλλαγών φάσης

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάση < (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική phase < νεολατινική phasis < αρχαία ελληνική φάσις [1] [2] < φαίνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φά‐ση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάση θηλυκό

  1. στάδιο ή περίοδος εξέλιξης φαινομένου ή γεγονότος σε διαδοχική σειρά
    ⮡  πρώτη φάση, τελευταία φάση, αποφασιστική φάση
  2. (προφορικό, λαϊκότροπο)
    1. περίοδος, στιγμή
    2. φλερτάρισμα ή ερωτική επαφή χωρίς συναισθηματική συνέχεια
      ⮡  Είχε γίνει μια φάση με μια φίλη της σε ένα πάρτυ.
  3. (αθλητισμός) συμβάν σε αθλητικό αγώνα συνηθέστερα ομαδικού αθλήματος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον
    ⮡  Η ομάδα έκανε πολλές φάσεις αλλά τελικά έμεινε στο μηδέν.
  4. (αστρονομία) καθεμιά από τις διαφορετικές (φωτεινές) όψεις της Σελήνης ή άλλων ουράνιων σωμάτων, όψεις που παρατηρούνται διαδοχικά και κυκλικά και εξαρτώνται από τη θέση των σωμάτων αυτών σε σχέση με τον Ήλιο ή με τη Γη
    ⮡  οι φάσεις της Σελήνης, οι φάσεις της Aφροδίτης / του Ερμή
  5. (μηχανική) μέγεθος που εκφράζει τη θέση ενός περιοδικού ταλαντωτή τη χρονική στιγμή t ως προς τη θέση ισορροπίας του ταλαντωτή.
  6. (χημεία) κατάσταση ενός υλικού, στερεή, υγρή ή αέρια

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. φάσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)