φάση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φάση | οι | φάσεις |
γενική | της | φάσης & φάσεως |
των | φάσεων |
αιτιατική | τη | φάση | τις | φάσεις |
κλητική | φάση | φάσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΠροφοράΕπεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φάση < αρχαία ελληνική φάσις < φαίνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φάση θηλυκό
- μέγεθος που εκφράζει τη θέση ενός περιοδικού ταλαντωτή τη χρονική στιγμή t ως προς τη θέση ισορροπίας του.
- κατάσταση ενός υλικού, στερεή, υγρή ή αέρια
- αλλαγή φάσης: το πέρασμα από μια φάση σε μια άλλη
- συμβάν σε αθλητικό αγώνα συνηθέστερα ομαδικού αθλήματος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον
- η ομάδα έκανε πολλές φάσεις αλλά τελικά έμεινε στο μηδέν
- φλερτάρισμα ή ερωτική επαφή χωρίς συναισθηματική συνέχεια
- είχε γίνει μια φάση με μια φίλη της σε ένα πάρτυ
- εμφατικό· μετά από λέξη
- «τάδε» φάση