μονοφασικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοφασικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική monophasic < αρχαία ελληνική μόνος + φάσις
Επίθετο
επεξεργασίαμονοφασικός
- (ηλεκτρολογία) που έχει μόνο μία φάση
- (ουσιαστικοποιημένο) μονοφασικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοφασικός