Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διφασικός η διφασική το διφασικό
      γενική του διφασικού της διφασικής του διφασικού
    αιτιατική τον διφασικό τη διφασική το διφασικό
     κλητική διφασικέ διφασική διφασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διφασικοί οι διφασικές τα διφασικά
      γενική των διφασικών των διφασικών των διφασικών
    αιτιατική τους διφασικούς τις διφασικές τα διφασικά
     κλητική διφασικοί διφασικές διφασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διφασικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική diphasé [1] < αρχαία ελληνική (δις) δι- + φάσ(ις) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

διφασικός, -ή, -ό

  1. (ηλεκτρολογία) που συνδυάζει δύο μονοφασικά εναλλασσόμενα ρεύματα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) διφασικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία