Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυφασικός η πολυφασική το πολυφασικό
      γενική του πολυφασικού της πολυφασικής του πολυφασικού
    αιτιατική τον πολυφασικό την πολυφασική το πολυφασικό
     κλητική πολυφασικέ πολυφασική πολυφασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυφασικοί οι πολυφασικές τα πολυφασικά
      γενική των πολυφασικών των πολυφασικών των πολυφασικών
    αιτιατική τους πολυφασικούς τις πολυφασικές τα πολυφασικά
     κλητική πολυφασικοί πολυφασικές πολυφασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολυφασικός < πολυ- + φάσ(η) + -ικός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική multiphase[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /po.li.fa.siˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πο‐λυ‐φα‐σι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πολυφασικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία