αέριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αέριο | τα | αέρια |
γενική | του | αερίου & αέριου |
των | αερίων |
αιτιατική | το | αέριο | τα | αέρια |
κλητική | αέριο | αέρια | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αέριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αέριος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααέριο ουδέτερο
- φυσικό σώμα σε αέρια κατάσταση
- ⮡ το οξυγόνο υπό κανονικές συνθήκες είναι αέριο
- (ιατρική, μόνο στον πληθυντικό) τα αέρια που παράγονται κατά τη διαδικασία της πέψης στο πεπτικό σύστημα
- ⮡ νιώθω άσχημα, γιατί έχω πολλά αέρια
- πορδή, κλανιά όταν εξέρχονται
- (κατά τον Α΄ Π.Π. έως το τέλος του 19ου αιώνα) τοξικές ουσίες στο χημικό πόλεμο
- (φυσική, χημεία) ρευστό χωρίς επιφανειακή τάση
- (προφορικό) το γκάζι, το υγραέριο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- ευγενή αέρια
- μάσκα αερίων (για να προφυλάσσονται από παρουσία τυχόν δηλητηριωδών αερίων)
Συγγενικά
επεξεργασία- αεριο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αεριο- στο Βικιλεξικό
- άεριος
- αεριούχος
- αεριόφως
- εναέριος
- εξαεριούμαι
- καυσαέριο
- υγραέριο
- φωταέριο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- αέριο στη Βικιπαίδεια
- αέρας & αερο-
Μεταφράσεις
επεξεργασία αέριο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααέριο