↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αέριο τα αέρια
      γενική του αερίου
αέριου
των αερίων
    αιτιατική το αέριο τα αέρια
     κλητική αέριο αέρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αέριο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αέριος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αέριο ουδέτερο

  1. φυσικό σώμα σε αέρια κατάσταση
    ⮡  το οξυγόνο υπό κανονικές συνθήκες είναι αέριο
  2. (ιατρική, μόνο στον πληθυντικό) τα αέρια που παράγονται κατά τη διαδικασία της πέψης στο πεπτικό σύστημα
    ⮡  νιώθω άσχημα, γιατί έχω πολλά αέρια
  3. πορδή, κλανιά όταν εξέρχονται
  4. (κατά τον Α΄ Π.Π. έως το τέλος του 19ου αιώνα) τοξικές ουσίες στο χημικό πόλεμο
  5. (φυσική, χημεία) ρευστό χωρίς επιφανειακή τάση
  6. (προφορικό) το γκάζι, το υγραέριο

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
  • ευγενή αέρια
  • μάσκα αερίων (για να προφυλάσσονται από παρουσία τυχόν δηλητηριωδών αερίων)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αέριο