πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωταέριο τα φωταέρια
      γενική του φωταέριου
& φωταερίου
των φωταέριων
& φωταερίων
    αιτιατική το φωταέριο τα φωταέρια
     κλητική φωταέριο φωταέρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φωταέριο< φωτ- + αέριο, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική gaz d'éclairage
Η λέξη μαρτυρείται από το 1834

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωταέριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία