↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωτισμός οι φωτισμοί
      γενική του φωτισμού των φωτισμών
    αιτιατική τον φωτισμό τους φωτισμούς
     κλητική φωτισμέ φωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φωτισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωτισμός < ελληνιστική κοινή φωτίζω και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική éclairage[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fo.tiˈzmos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτισμός αρσενικό

  1. η διάχυση φωτός σε ένα χώρο, η παροχή φωτός
  2. τα μέσα, οι εγκαταστάσεις ή και οι τεχνικές με τις οποίες παρέχεται το φως σε σπίτια, δρόμους ή σε πιο ειδικές περιστάσεις
    ⮡  Στην τελευταία ταινία του Χ, ανέλαβε τον φωτισμό η γυναίκα του
  3. (χριστιανισμός) η βάφτιση
    ⮡  Ηρθανε τα Φώτα και ο φωτισμός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία