πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωτισμός οι φωτισμοί
      γενική του φωτισμού των φωτισμών
    αιτιατική τον φωτισμό τους φωτισμούς
     κλητική φωτισμέ φωτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φωτισμός αρσενικό

  1. η διάχυση φωτός σε ένα χώρο, η παροχή φωτός
  2. τα μέσα, οι εγκαταστάσεις ή και οι τεχνικές με τις οποίες παρέχεται το φως σε σπίτια, δρόμους ή σε πιο ειδικές περιστάσεις
      Στην τελευταία ταινία του Χ, ανέλαβε τον φωτισμό η γυναίκα του
  3. (χριστιανισμός) η βάφτιση
      Ηρθανε τα Φώτα και ο φωτισμός

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία