Beleuchtung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Beleuchtung | die | Beleuchtungen |
γενική | der | Beleuchtung | der | Beleuchtungen |
δοτική | der | Beleuchtung | den | Beleuchtungen |
αιτιατική | die | Beleuchtung | die | Beleuchtungen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαBeleuchtung (de) θηλυκό
- ο φωτισμός