Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lighting lightings

  Ετυμολογία επεξεργασία

lighting < light + -ing

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lighting (en)

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

lighting (en)