Επίθημα

επεξεργασία

-ing (en)

  1. γερουνδιακή κατάληξη μετοχών ενεστώτα αγγλικών ρημάτων
    read > reading (διαβάζοντας)
  2. κατάληξη άκλιτων ουσιαστικοποιημένων γερουνδίων
    reading (το διάβασμα)
  3. επίθημα για το σχηματισμό ουσιαστικών με πρώτο συνθέτικό άλλο μέρος του λόγου, εκτός από ρήμα. Δηλώνει υλικό ή μια διαδικασία.
    ferryboat > ferryboating (ταξιδεύω με ferryboat)
    wildcard > wildcarding

Δείτε επίσης

επεξεργασία