reading
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reading | readings |
reading (en)
- (μη μετρήσιμο) το διάβασμα, η ανάγνωση, η ενέργεια του διαβάζω
- ⮡ reading glasses - γυαλιά διαβάσματος
- ⮡ I love reading.
- Αγαπώ το διάβασμα.
- ⮡ I have no time for reading.
- Δεν έχω καιρό για διάβασμα.
- ⮡ He was absorbed in reading his newspaper.
- Ήταν απορροφημένος στο διάβασμα της εφημερίδας του.
- ⮡ In first grade, children learn writing and reading.
- Στην πρώτη δημοτικού τα παιδιά μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση.
- (μόνο ενικός) το διάβασμα, μία μόνο ενέργεια του διαβάζω
- ⮡ the reading of the indictment by the prosecutor - το διάβασμα του κατηγορητηρίου από τον εισαγγελέα
- (μη μετρήσιμο) το διάβασμα, βιβλία, άρθρα κτλ. που προορίζονται για ανάγνωση
- ⮡ reading matter - υλικό για διάβασμα
- ⮡ a reading list - βιβλίων για διάβασμα
- ⮡ a book that makes for good/dull reading - βιβλίο που είναι ευχάριστο/πληκτικό στο διάβασμα
- η ερμηνεία, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο κατανοώ ένα βιβλίο, μια κατάσταση κτλ.
- ⮡ the reading of a clause in a contract - η ερμηνεία ενός όρου σε μια σύμβαση
- ⮡ This allows for many readings.
- Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
- ≈ συνώνυμα: interpretation
- η ένδειξη σε κάποιο όργανο μέτρησης
- ⮡ a barometer reading - η ένδειξη του βαρόμετρου
- ⮡ I am taking the readings.
- Σημειώνω τις ενδείξεις του μετρητή.
- η ανάγνωση, ένα από τα στάδια κατά τα οποία ένα νομοσχέδιο πρέπει να συζητηθεί και να γίνει αποδεκτό από το κοινοβούλιο πριν γίνει νόμος
- ⮡ The bill was rejected at the second reading.
- Το νομοσχέδιο απερρίφθη κατά την δεύτερη ανάγνωση.
- ⮡ The bill was rejected at the second reading.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαreading (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του read
Πηγές
επεξεργασία- reading - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 216, 289-290, 336. ISBN 9780194325684., λήμμα: διάβασμα, ένδειξη, ερμηνεία