διάβασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάβασμα < διαβάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιάβασμα ουδέτερο
- η ανάγνωση
- (συνεκδοχικά) η μελέτη
- θα ερχόμουν αλλά έχω πολύ διάβασμα για την Τετάρτη
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διαβάζω