Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /e.tyd/
 
ομόηχο: études

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
étude études

étude (fr) θηλυκό

  1. η μελέτη, η σπουδή
  2. (μουσική, ζωγραφική) η σπουδή
    Des études pour le piano. - Σπουδές για πιάνο.