γυναίκα που διαβάζει βιβλίο
 
άνδρας που διαβάζει εφημερίδα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διαβάζω < αρχαία ελληνική διαβιβάζω με απλοποίηση [viva] > [va]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝaˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐βά‐ζω

διαβάζω, αόρ.: διάβασα, παθ.φωνή: διαβάζομαι, π.αόρ.: διαβάστηκα, μτχ.π.π.: διαβασμένος

(αμετάβατο)

  1. μπορώ να κάνω ανάγνωση
    ⮡  έμαθα να διαβάζω, πριν ακόμη πάω στο σχολείο
  2. μελετώ (για το σχολείο, για εξετάσεις, για το πανεπιστήμιο)
    ⮡  διάβαζε όλη τη χρονιά συστηματικά κι, έτσι, πέτυχε στις εξετάσεις

(μεταβατικό)

  1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου σιωπηρά
    ⮡  συνηθίζομε τις Κυριακές να διαβάζομε μαζί εφημερίδα
    ⮡  το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη για τον Ζορμπά διαβάστηκε πολύ αυτό σε όλον τον κόσμο
  2. μελετώ κάτι με προσοχή
    ⮡  αν διαβάσεις τους κανόνες, θα είναι πιο εύκολο να τους εφαρμόσεις
  3. βοηθώ κάποιον να μελετήσει τα μαθήματά του
    μία φορά με διάβασε ο αδελφός μου και τα κατάλαβα όλα
  4. (μεταφορικά) διακρίνω γεγονότα, περιστατικά, συναισθήματα
    ⮡  αν διαβάσεις ανάμεσα στις γραμμές, θα καταλάβεις ότι έχει περισσότερη ευαισθησία από ό,τι δείχνει
    ⮡  διάβασα τη θλίψη στο πρόσωπό της
  5. (θρησκεία) απαγγέλλω κείμενο κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής ακολουθίας
    ⮡  ο ιερέας διαβάζει το Ευαγγέλιο
  6. (θρησκεία) απαγγέλλω ευχές για κάποιον ετοιμοθάνατο ή ασθενή ή κάνω εξορκισμό
    ⮡  τον πήγαν στο μοναστήρι να τον διαβάσουν, μήπως ηρεμήσουν τα νεύρα του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία