γυναίκα που διαβάζει βιβλίο
άνδρας που διαβάζει εφημερίδα

Ετυμολογία

επεξεργασία

διαβάζω, αόρ.: διάβασα, παθ.φωνή: διαβάζομαι, π.αόρ.: διαβάστηκα, μτχ.π.π.: διαβασμένος

(αμετάβατο)

  1. μπορώ να κάνω ανάγνωση
    παράδειγμα  έμαθα να διαβάζω, πριν ακόμη πάω στο σχολείο
  2. μελετώ (για το σχολείο, για εξετάσεις, για το πανεπιστήμιο)
    παράδειγμα  διάβαζε όλη τη χρονιά συστηματικά κι, έτσι, πέτυχε στις εξετάσεις

(μεταβατικό)

  1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου σιωπηρά
    παράδειγμα  συνηθίζομε τις Κυριακές να διαβάζομε μαζί εφημερίδα
    παράδειγμα  το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη για τον Ζορμπά διαβάστηκε πολύ αυτό σε όλον τον κόσμο
  2. μελετώ κάτι με προσοχή
    παράδειγμα  αν διαβάσεις τους κανόνες, θα είναι πιο εύκολο να τους εφαρμόσεις
  3. βοηθώ κάποιον να μελετήσει τα μαθήματά του
    μία φορά με διάβασε ο αδελφός μου και τα κατάλαβα όλα
  4. (μεταφορικά) διακρίνω γεγονότα, περιστατικά, συναισθήματα
    παράδειγμα  αν διαβάσεις ανάμεσα στις γραμμές, θα καταλάβεις ότι έχει περισσότερη ευαισθησία από ό,τι δείχνει
    παράδειγμα  διάβασα τη θλίψη στο πρόσωπό της
  5. (θρησκεία) απαγγέλλω κείμενο κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής ακολουθίας
    παράδειγμα  ο ιερέας διαβάζει το Ευαγγέλιο
  6. (θρησκεία) απαγγέλλω ευχές για κάποιον ετοιμοθάνατο ή ασθενή ή κάνω εξορκισμό
    παράδειγμα  τον πήγαν στο μοναστήρι να τον διαβάσουν, μήπως ηρεμήσουν τα νεύρα του

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία