απλοποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απλοποίηση < απλοποιώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική simplification)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
απλοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του απλοποιώ
- συζητείται μια πρόταση για την απλοποίηση της ελληνικής γραφής
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απλοποίηση