μελετώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μελετώ < αρχαία ελληνική μελετάω, -ῶ
ΡήμαΕπεξεργασία
μελετώ
- διαβάζω κάτι με μεγάλη προσοχή και για πολλή ώρα, με σκοπό να αποκτήσω καινούριες γνώσεις ή να παραγάγω ένα πνευματικό έργο
- (για μαθητή, σπουδαστή) ασχολούμαι με τις σχολικές υποχρεώσεις μου, προετοιμάζομαι για μια εξέταση
- εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή
- αναφέρω ονομαστικά κάποιον ή κάτι
- (κατ' επέκταση) σκέφτομαι ή αναφέρομαι γενικά σε κάτι
- Άσ' τα αυτά. Τι τα θέλεις και τα μελετάς;