• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μελετώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μελετώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μελετῶ, συνηρημένος τύπος του μελετάω.[1] Δείτε και το νεοελληνικό μελετάω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /me.leˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λε‐τώ

  ΡήμαΕπεξεργασία

μελετώ/μελετάω, αόρ.: μελέτησα, παθ.φωνή: μελετώμαι, π.αόρ.: μελετήθηκα, μτχ.π.π.: μελετημένος, και παθητικό μελετιέμαι από το μελετάω

  • άλλη μορφή του μελετάω

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. ↑ «μελετώ» -  Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μελετώ&oldid=5292986"
Τελευταία επεξεργασία στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 03:33
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 1 Οκτωβρίου 2021, στις 03:33.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie