μελετώμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.leˈto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λε‐τώ‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
μελετώμαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος μελετώ
Άλλες μορφές επεξεργασία
- μελετιέμαι (του μελετάω)
Κλίση επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μελετάω