μελετάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμελετάω < μελετ(ώ) (< αρχαία ελληνική μελετῶ, συνηρημένος τύπος του μελετάω) + νεοελληνικό επίθημα -άω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.leˈta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λε‐τά‐ω
Ρήμα
επεξεργασίαμελετάω/μελετώ, αόρ.: μελέτησα, παθ.φωνή: μελετιέμαι/μελετώμαι, π.αόρ.: μελετήθηκα, μτχ.π.π.: μελετημένος
- διαβάζω κάτι με μεγάλη προσοχή και για πολλή ώρα, με σκοπό να αποκτήσω καινούριες γνώσεις ή να παραγάγω ένα πνευματικό έργο
- (για μαθητή, σπουδαστή) ασχολούμαι με τις σχολικές υποχρεώσεις μου, προετοιμάζομαι για μια εξέταση
- (κυρίως για το μελετώ, μελετώμαι) εξετάζω κάτι με μεγάλη προσοχή
- ⮡ Μελετάται νέο σχέδιο επέκτασης του λιμένα. Θα έχει εκπονηθεί σε ένα μήνα.
- (λαϊκότροπο) αναφέρω στην κουβέντα κάποιον ή κάτι
- ⮡ Καλώς τον! Σε μελετάγαμε μόλις τώρα.
- (κατ’ επέκταση) σκέφτομαι ή αναφέρομαι γενικά σε κάτι
- ⮡ Άσ' τα αυτά. Τι τα θέλεις και τα μελετάς;
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μελετάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμελετάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαμελετάω
- φροντίζω, μεριμνώ
- δίνω προσοχή
- ασκούμαι, εξασκούμαι, γυμνάζομαι
- επαγγέλλομαι (κάτι)
- ασχολούμαι συστηματικά (με κάτι)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- μελετάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μελετάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.