αμελέτητα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμελέτητα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού του επιθέτου αμελέτητος (που δεν μπορούν ή δεν πρέπει να μελετηθούν, να κατονομαστούν)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.meˈle.ti.ta/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αμελέτητα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (λαϊκότροπο) (ευφημισμός) οι όρχεις ζώου ως φαγητό
- παραγγείλαμε στην ταβέρνα πολλούς μεζέδες, σπληνάντερο, αμελέτητα και άλλα πολλά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αμελέτητα