αμελέτητος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αμελέτητος < αρχαία ελληνική ἀμελέτητος < ἀ- + μελετάω (4. νεότερος σχηματισμός: α- + μελετώ + -τος)
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αμελέτητος, -η, -ο
- που δεν μελέτησε, δεν διάβασε· ή που δεν τον μελέτησαν δεν τον διάβασαν
- που δεν ενημερώθηκε σωστά
- που δεν προετοιμάστηκε σωστά
- (συνήθως ουσιαστικοποιημένο) που αποφεύγουμε να αναφέρουμε τ’ όνομά του λόγω πρόληψης, φόβου κ.λπ.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αδιάβαστος
|