• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

όρχις

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ὄρχις

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όρχις οι όρχεις
      γενική του όρχεως των όρχεων
    αιτιατική τον όρχι τους όρχεις
     κλητική όρχις όρχεις
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

όρχις < αρχαία ελληνική ὄρχις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

όρχις αρσενικό

  • (λόγιο) αρχίδι

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    όρχις
  • αγγλικά : testicle (en), testis (en)
  • γαλλικά : testicule (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=όρχις&oldid=5389073"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Δεκεμβρίου 2021, στις 09:00

Γλώσσες

    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Malagasy
    • Polski
    • Română
    • Тоҷикӣ
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Δεκεμβρίου 2021, στις 09:00.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie