αρχίδι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρχίδι | τα | αρχίδια |
γενική | του | αρχιδιού | των | αρχιδιών |
αιτιατική | το | αρχίδι | τα | αρχίδια |
κλητική | αρχίδι | αρχίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρχίδι < μεσαιωνική ελληνική ἀρχίδι < ἀρχίδια < τὰ 'ρχίδια < τὰ ὀρχίδια < < (ελληνιστική κοινή) ὀρχίδιον, υποκοριστικό του ὄρχις (αρχαία ελληνική)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αρχίδι ουδέτερο
- (χυδαίο) ο ένας από τους δύο αδένες που παράγουν το σπέρμα, ο όρχις[1]
- (στον πληθυντικό, κατά συνεκδοχή) τα ανδρικά γεννητικά όργανα
- υβριστικός χαρακτηρισμός
- (στον πληθυντικό) επιφώνημα δυσπιστίας
- (στον πληθυντικό ως επίθετο) κακό, κακής ποιότητας, ψεύτικο
- αρχίδια υπολογιστή πήρες!
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- γράφω κάτι/κάποιον στ’ αρχίδια μου : (υβριστικό) αδιαφορώ πλήρως για κάποιον ή κάτι
- στ’ αρχίδια μου : (υβριστικό) δεν με ενδιαφέρει αυτό που λες ή κάνεις, δεν πτοούμαι
- παρ' τ' αρχίδια μου, τσάκω'/τσίμπα 'να 'ρχίδι (τσάκωσε): (υβριστικό) ως άρνηση εκχώρησης ή κοροϊδευτικά
- αρχίδια θα πάρεις: (υβριστικό - περιπαικτικό), ως άρνηση ή αβέβαιης εκχώρησης
- καλώς τ’ αρχίδια μας τα δυό : καλωσορίζοντας κάποιον ειρωνικά/πειραχτικά/σκωπτικά/υβριστικά/δηκτικά
- διευθυντης, προπονητής, πρωθυπουργός κτλ. με αρχίδια : άξιος/ικανός
- αρχίδια διευθυντης, προπονητής, πρωθυπουργός κτλ.: άθλιος/δύστροπος/ανίκανος
- για δε' 'να 'ρχίδι/για δες ένα αρχίδι/κοίτα 'να 'ρχίδι/κοίτα ένα αρχίδι: αυτός είναι/εσύ είσαι καθίκι-κάθαρμα
- μια μάντρα αρχίδια : σύνολο αθλιοτήτων
- μιαν οκάν αρτζίντια : σύνολο αθλιοτήτων στην κυπριακή διάλεκτο
- τι άλλο θ' ακούσουν τ' αρχίδια μου(;) : για πρωτοφανή χαζομάρα, για κάτι ή κάποιον που αδιαφορώ
- μου έκανες τ' αρχίδια τσουρέκια: με έπρηξες, με ζάλισες
- κλάσε μου τ' αρχίδια/πάρε φόρα και κλάσε μου τ' αρχίδια: δεν σε φοβάμαι, δεν έχεις ισχύ
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αρχίδι
γράφω κάτι/κάποιον στ’ αρχίδια μου
|
παρ' τ' αρχίδια μου
Επεξεργασία
- ↑ αρχίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.