Δείτε επίσης: ἀρχίδι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρχίδι τα αρχίδια
      γενική του αρχιδιού των αρχιδιών
    αιτιατική το αρχίδι τα αρχίδια
     κλητική αρχίδι αρχίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρχίδι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀρχίδι < ὀρχίδιν < ελληνιστική κοινή ὀρχίδιον, με έκκρουση του αρκτικού ὀ- από το ισχυρότερο ἀ- και ανασυλλαβισμό λόγω της συμπροφοράς με το άρθρο (όπως στον πληθυντικό τὰ ὀρχίδια > τὰ 'ρχίδια > τὰ ἀρχίδια) [1] ή με το αόριστο άρθρο (ένα ὀρχίδιν /ena orˈçiðin/ > /enarˈçiðin/ > /en arˈçiði/)[2] υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική ὄρχις [3]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρχίδι ουδέτερο

  1. (χυδαίο) ο ένας από τους δύο αδένες που παράγουν το σπέρμα, ο όρχις
  2. (στον πληθυντικό, συνεκδοχικά) τα ανδρικά γεννητικά όργανα
  3. (υβριστικό) τιποτένιος
  4. (στον πληθυντικό ως επίθετο) χάλια, κακός, κακής ποιότητας, ψεύτικος
      Αρχίδια υπολογιστή πήρες!

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. αρχίδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. αρχίδι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  4. αρχίδι -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας