απαυτά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απαυτά < απαυτός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπαυτά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (σκωπτικό) τα γεννητικά όργανα
Σημειώσεις
επεξεργασία- Χρησιμοποιείται συνήθως για τα ανδρικά γεννητικά όργανα.
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απαυτά
→ δείτε τη λέξη γεννητικά όργανα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααπαυτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απαυτό