γεννητικά όργανα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γεννητικά όργανα < γεννητικός και όργανο
Προφορά
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
γεννητικά όργανα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα όργανα που συμμετέχουν στην ερωτική πράξη και την αναπαραγωγή· το πέος και οι όρχεις για τον άντρα, το αιδοίο για τη γυναίκα