Ετυμολογία

επεξεργασία
απαυτώνω < απαυτ(ός) + -ώνω [1][2]

απαυτώνω , πρτ.: απαύτωνα, στ.μέλλ.: θα απαυτώσω, αόρ.: απαύτωσα, παθ.φωνή: απαυτώνομαι, π.αόρ.: απαυτώθηκα, μτχ.π.π.: απαυτωμένος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία