γαμώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γαμώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γαμῶ → και δείτε τη λέξη γαμάω
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐μώ
- τονικό παρώνυμο: γάμο