γαμώτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπιφώνημα
επεξεργασίαγαμώτο!
- έκφραση αγανάκτησης ή απογοήτευσης
Συνώνυμα
επεξεργασία- στα κομμάτια!
- διάολε!
- σκατά!
- πο ρε φίλε/μαλάκα/πούστη (μου)/γαμώτω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαμώτο ουδέτερο άκλιτο
- (οικείο) η αξιοπρέπεια, ο εγωισμός
- σθένος υπέρβασης