bordel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bordel < (κληρονομημένο) μέση γαλλική bordel < παλαιά γαλλική bordel < μεσαιωνική λατινική bordellum < … < απώτατης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbordel (fr) αρσενικό
- το μπορντέλο, το μπουρδέλο, ο οίκος ανοχής, το πορνείο, το χαμαιτυπείο
- (μεταφορικά, οικείο) η ακαταστασία
- ⮡ Mais quel bordel dans cette chambre !
- Μα τι ακαταστασία έχει αυτό το δωμάτιο!
- ⮡ Il a mis le bordel dans sa chambre.
- Τα έκανε όλα άνω κάτω στο δωμάτιό του.
- ⮡ Range ton bordel ! - Συμμάζεψε αυτό το μπουρδέλο! (τα πράγματά σου)
- ⮡ Quel bordel ! - Τι ακαταστασία!
- Eπίσης για πολύπλοκες, μπερδεμένες καταστάσεις, για μποτιλιαρίσματα, κ.α.
- ≈ συνώνυμα: foutoir, pagaille
- ⮡ Mais quel bordel dans cette chambre !
- (σαν βρισιά) γαμώτο
- ⮡ Bordel ! - Bordel de merde !
- η φασαρία, η βαβούρα, ο θόρυβος
- ⮡ Ils ont fait du bordel pendant tout le cours.
- Έκαναν φασαρία κατά τη διάρκεια όλου του μαθήματος.
- ⮡ Ils ont fait du bordel pendant tout le cours.
Συγγενικά
επεξεργασίαΑπόγονοι
επεξεργασία- → δείτε bordel#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- bordel - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- bordel - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé
Πορτογαλικά (pt)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bordel < (άμεσο δάνειο) γαλλική bordel < … < απώτατης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή → δείτε περισσότερα στο ιταλικό bordello
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbordel (pt)
- o οίκος ανοχής, το πορνείο → δείτε και τις λέξεις μπορντέλο και μπουρδέλο