Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bordel (fr) αρσενικό

  1. το μπορντέλο, το μπουρδέλο, ο οίκος ανοχής, το πορνείο, το χαμαιτυπείο
     συνώνυμα: boxon, lupanar, maison close, clandé, claque
  2. (μεταφορικά, οικείο) η ακαταστασία
      Mais quel bordel dans cette chambre !
    Μα τι ακαταστασία έχει αυτό το δωμάτιο!
      Il a mis le bordel dans sa chambre.
    Τα έκανε όλα άνω κάτω στο δωμάτιό του.
      Range ton bordel ! - Συμμάζεψε αυτό το μπουρδέλο! (τα πράγματά σου)
      Quel bordel ! - Τι ακαταστασία!
    Eπίσης για πολύπλοκες, μπερδεμένες καταστάσεις, για μποτιλιαρίσματα, κ.α.
     συνώνυμα: foutoir, pagaille
  3. (σαν βρισιά) γαμώτο
      Bordel ! - Bordel de merde !
  4. η φασαρία, η βαβούρα, ο θόρυβος
      Ils ont fait du bordel pendant tout le cours.
    Έκαναν φασαρία κατά τη διάρκεια όλου του μαθήματος.

Συγγενικά

επεξεργασία

Απόγονοι

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
bordel < (άμεσο δάνειο) γαλλική bordel < < απώτατης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή  δείτε περισσότερα στο ιταλικό bordello

Ουσιαστικό

επεξεργασία

bordel (pt)