bordello
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bordello | bordellos / bordelloes |
Ετυμολογία
επεξεργασία- bordello < (άμεσο δάνειο) ιταλική bordello < παλαιά γαλλική bordel < μεσαιωνική λατινική bordellum < … < απώτατης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή. Συγκρίνετε με το brothel. → δείτε περισσότερα στο ιταλικό bordello
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbordello (en)
- πορνείο, οίκος ανοχής → δείτε και τις λέξεις μπορντέλο και μπουρδέλο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- bordello - Oxford Learner's Dictionaries
- bordello - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bordello < παλαιά γαλλική bordel < μεσαιωνική λατινική bordellum, υποκοριστικό του borda (καλύβα) < φραγκική *bord (σανίδα) < πρωτογερμανική *burdą (σανίδα, τάβλα, τραπέζι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-
- Συγγενή: βενετική bordelo
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: → δείτε τη λέξη bordellum
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbordello (it) αρσενικό πληθυντικός: bordelli
- πορνείο, οίκος ανοχής → δείτε και τις λέξεις μπορντέλο και μπουρδέλο
Πηγές
επεξεργασία- bordello - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).
- bordello#Italian στο αγγλικό Βικιλεξικό