οίκος ανοχής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οίκος ανοχής | οι | οίκοι ανοχής |
γενική | του | οίκου ανοχής | των | οίκων ανοχής |
αιτιατική | τον | οίκο ανοχής | τους | οίκους ανοχής |
κλητική | οίκε ανοχής | οίκοι ανοχής | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- οίκος ανοχής: → δείτε τις λέξεις οίκος και ανοχή ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική maison de tolérance)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈi.kos a.noˈçis/
Πολυλεκτικός όροςΕπεξεργασία
οίκος ανοχής αρσενικό
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
οίκος ανοχής