Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κερχανάς οι κερχανάδες
      γενική του κερχανά των κερχανάδων
    αιτιατική τον κερχανά τους κερχανάδες
     κλητική κερχανά κερχανάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερχανάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική kerhane < περσική كارخانه (kārxāna, "εργοστάσιο") από كار kār, "εργασία" + خانه xāna "οίκος", "κατοικία"

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κερχανάς αρσενικό

  1. (παρωχημένο) (κρητικά) εργαστήριο, κατάστημα
  2. (παρωχημένο) (αργκό) οίκος ανοχής, πορνείο
  3. (κρητικά) ελαιοτριβείο
  4. (κρητικά) (για άνθρωπο) χαμερπής

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014