χαμαιτυπείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαμαιτυπείο < (ελληνιστική κοινή) χαμαιτυπεῖον < χαμαιτύπη (=πόρνη) < αρχαία ελληνική χαμαί + τυπή / τύπτω (επειδή οι πόρνες φορούσαν σανδάλια με ανάγλυφο πάτο, από τον οποίο γράφονταν στο χώμα "ΕΠΟΥ" δηλαδή "ακολούθα")
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαμαιτυπείο ουδέτερο
- (λόγιο) πορνείο, οίκος ανοχής, μπουρδέλο
- (συνεκδοχικά) στέκι παράνομων ή ανήθικων ατόμων
- (μεταφορικά) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ή συλλόγου ατόμων ως ανήθικης