Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμαιτυπείο τα χαμαιτυπεία
      γενική του χαμαιτυπείου των χαμαιτυπείων
    αιτιατική το χαμαιτυπείο τα χαμαιτυπεία
     κλητική χαμαιτυπείο χαμαιτυπεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαμαιτυπείο < (ελληνιστική κοινήχαμαιτυπεῖον < χαμαιτύπη (=πόρνη) < αρχαία ελληνική χαμαί + τυπή / τύπτω (επειδή οι πόρνες φορούσαν σανδάλια με ανάγλυφο πάτο, από τον οποίο γράφονταν στο χώμα "ΕΠΟΥ" δηλαδή "ακολούθα")

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαμαιτυπείο ουδέτερο

  1. (λόγιο) πορνείο, οίκος ανοχής, μπουρδέλο
  2. (συνεκδοχικά) στέκι παράνομων ή ανήθικων ατόμων
  3. (μεταφορικά) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ή συλλόγου ατόμων ως ανήθικης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία