πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουρδέλο τα μπουρδέλα
      γενική του μπουρδέλου των μπουρδέλων
    αιτιατική το μπουρδέλο τα μπουρδέλα
     κλητική μπουρδέλο μπουρδέλα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουρδέλο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μπουρδέλο < < απώτατης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή. Συγκρίνετε με το μπορντέλο.  δείτε περισσότερα στο ιταλικό bordello

Ουσιαστικό

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
μπουρδέλο < (άμεσο δάνειο) βενετική bordelo με αλλαγή [o] > [u] λόγω της παρουσίας του [b][1] < παλαιά γαλλική bordel < < απώτατης προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή  δείτε περισσότερα στο ιταλικό bordello
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μπουρδέλο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπουρδέλο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία