χάος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάος | τα | χάη |
γενική | του | χάους | των | (χαών) |
αιτιατική | το | χάος | τα | χάη |
κλητική | χάος | χάη | ||
Και ποιητικός πληθυντικός «τα χάη». | ||||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χάος < αρχαία ελληνική χάος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χάος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- το άπειρο διάστημα
- (μεταφορικά) ακαταστασία, η ανοργανωσιά
- μπαινες στο δωμάτιο του αγοριού και αντίκρυζες το χάος: κάλτσες, σώβρακα, βιβλία στο πάτωμα, άστρωτο κρεβάτι...
- (αστρονομία) Chaos 19521, αστεροειδής
- → δείτε τη λέξη Χάος
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- Ο πληθυντικός, ποιητικός, στη λογοτεχνία [1]
- ※ Φύγε κι ἄσε με μοναχό, ποὺ βλέπω νὰ πληθαίνη
ἀπάνω ἡ νύχτα, καὶ βαθιὰ νὰ γίνωνται τὰ χάη.- Κώστας Καρυωτάκης (1927) ποίημα «Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί», συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες
- ※ Φύγε κι ἄσε με μοναχό, ποὺ βλέπω νὰ πληθαίνη
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άπειρο διάστημα
Επεξεργασία
- ↑ «χάη» - Συμφραστικός Πίνακας για Μείζοντες Έλληνες Ποιητές στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας πρόσβαση:2020.08.16.
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- χάος < αβέβαιης ετυμολογίας πιθανόν χάϊος και χαός (στην αρχαιότητα ο αγαθός, ο ανώτερος, ο από πάνω)χαίνω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χάος ουδέτερο (γενική: χάεος και χάους)
- το διάστημα, η άμορφη ύλη
- η ατμόσφαιρα
- το υποχθόνιο σκοτάδι
- μεγάλο χάσμα, άβυσσος
ΠηγέςΕπεξεργασία
- χάος στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «χάος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.