χάος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χάος | τα | χάη |
γενική | του | χάους | των | (χαών) |
αιτιατική | το | χάος | τα | χάη |
κλητική | χάος | χάη | ||
Και ποιητικός πληθυντικός «τα χάη». | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χάος
- για τη σημασία «ακαταστασία» < λόγιο ενδογενές δάνειο: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική chaos < λατινική chaos < αρχαία ελληνική χάος [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- το άπειρο διάστημα
- (μεταφορικά) ακαταστασία, η ανοργανωσιά, αταξία
- ↪ Έμπαινες στο δωμάτιο του αγοριού και αντίκρυζες το χάος: κάλτσες, σώβρακα, βιβλία στο πάτωμα, άστρωτο κρεβάτι...
- (αστρονομία) Chaos 19521, αστεροειδής
- → δείτε τη λέξη Χάος
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο πληθυντικός, ποιητικός, στη λογοτεχνία [2]
- ※ Φύγε κι ἄσε με μοναχό, ποὺ βλέπω νὰ πληθαίνη
ἀπάνω ἡ νύχτα, καὶ βαθιὰ νὰ γίνωνται τὰ χάη.- Κώστας Καρυωτάκης (1927) ποίημα «Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί», συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες
- ※ Φύγε κι ἄσε με μοναχό, ποὺ βλέπω νὰ πληθαίνη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άπειρο διάστημα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χάος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «χάη» - Συμφραστικός Πίνακας για Μείζοντες Έλληνες Ποιητές στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας πρόσβαση:2020.08.16.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
χᾰεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | χάος | τὰ | χάη - χάεᾰ | |
γενική | τοῦ | χάους - χάεος | τῶν | χαῶν - χαέων | |
δοτική | τῷ | χάει - χάεῐ̈ | τοῖς | χάεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | χάος | τὰ | χάη - χάεα | |
κλητική ὦ! | χάος | χάη - χάεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χάει - χάεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | χαοῖν - χαέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάος < αβέβαιης ετυμολογίας πιθανόν χάϊος και χαός (στην αρχαιότητα ο αγαθός, ο ανώτερος, ο από πάνω)χαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάος ουδέτερο (γενική: χάεος και χάους)
- (αστρονομία) το διάστημα, η άμορφη ύλη
- η ατμόσφαιρα
- το υποχθόνιο σκοτάδι
- μεγάλο χάσμα, άβυσσος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χάος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χάος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.