ĥaoso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥaoso | ĥaosoj |
αιτιατική | ĥaoson | ĥaosojn |
ĥaoso (eo)
- το χάος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĥaoso | ĥaosoj |
αιτιατική | ĥaoson | ĥaosojn |
ĥaoso (eo)