Ουσιαστικό

επεξεργασία

chaos (en) (μη μετρήσιμο)

  • το χάος, η ακαταστασία
    ⮡  Chaos reigned in the city.
    Βασίλευε χάος στην πόλη.
    ⮡  The room was in such chaos that she was ashamed to ask him in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorder
  • chaos - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 962. ISBN 9780194325684. , λήμμα: chaos



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chaos (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

chaotique



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chaos (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία