disorder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
disorder | disorders |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαdisorder (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, ιατρική) η διαταραχή
- (μη μετρήσιμο) η ακαταστασία, η αταξία, η έλλειψη τάξης
- ⮡ The room was in such disorder that she was ashamed to ask him in.
- Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
- ⮡ He took over management of the business himself, in order to bring some order into the disorder that prevailed.
- Aνέλαβε ο ίδιος τη διεύθυνση της επιχείρησής του, για να βάλει κάποια τάξη στην αταξία που επικρατούσε.
- ≈ συνώνυμα: chaos, disarray, disorganization, hot mess, mess και shambles
- ⮡ The room was in such disorder that she was ashamed to ask him in.
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- disorder - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 23, 230. ISBN 9780194325684., λήμμα: ακαταστασία, διαταραχή