Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

disorganization < dis- + organization

  Ουσιαστικό επεξεργασία

disorganization (en) (αμερικανική γραφή, μη μετρήσιμο)

  • η ανοργανωσιά, η ακαταστασία, η αταξία
    The disorganization of the service was the main cause of its poor functioning.
    H ανοργανωσιά της υπηρεσίας ήταν η κύρια αιτία της κακής λειτουργίας της.
    The room was in such disorganization that she was ashamed to ask in.
    Το δωμάτιο ήταν σε τέτοια ακαταστασία που ντρεπόταν να του πει να περάσει μέσα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη disorder

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία