ανοργανωσιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοργανωσιά | οι | ανοργανωσιές |
γενική | της | ανοργανωσιάς | των | ανοργανωσιών |
αιτιατική | την | ανοργανωσιά | τις | ανοργανωσιές |
κλητική | ανοργανωσιά | ανοργανωσιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαανοργανωσιά θηλυκό
- η έλλειψη οργάνωσης
- η κακή οργάνωση
- η κατάσταση του ανοργάνωτου
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανοργανωσιά