• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

οργάνωση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οργάνωση οι οργανώσεις
      γενική της οργάνωσης* των οργανώσεων
    αιτιατική την οργάνωση τις οργανώσεις
     κλητική οργάνωση οργανώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οργανώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
οργάνωση < ελληνιστική κοινή ὀργάνωσις ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική organisation)

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /oɾˈɣa.no.si/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

οργάνωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του οργανώνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • οργανωσιακός
  • → δείτε τη λέξη οργανώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    οργάνωση
  • αγγλικά : organization (en)
  • γαλλικά : organisation (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=οργάνωση&oldid=7006106"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Ιανουαρίου 2025, στις 23:26

Γλώσσες

    • English
    • Na Vosa Vakaviti
    • Français
    • Magyar
    • Italiano
    • Kurdî
    • Malagasy
    • Polski
    • Русский
    • Sängö
    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Ιανουαρίου 2025, στις 23:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας