συστηματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συστηματικότητα < συστηματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυστηματικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος ή κάτι συστηματικό(ς), η ιδιότητα του συστηματικού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία συστηματικότητα
|