μεθοδικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.θo.ðiˈko.ti.ta/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεθοδικότητα θηλυκό (δόκιμο στον ενικό)
- η ιδιότητα του μεθοδικού, το χαρακτηριστικό του προγραμματισμού, της τήρησης μιας σειράς στη δράση, της ενέργειας που δεν γίνεται σπασμωδικά