ανοργάνωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανοργάνωτος < αν- (στερητικό α-) οργανώνω + -τος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inorganisé
Επίθετο επεξεργασία
ανοργάνωτος, -η, -ο
- (για εργασία, κλπ) που δεν έχει οργανωθεί
- (για άτομα) που δεν ξέρει πώς να οργανώσει την εργασία του
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανοργάνωτος