αταξία
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αταξία | οι | αταξίες |
γενική | της | αταξίας | των | αταξιών |
αιτιατική | την | αταξία | τις | αταξίες |
κλητική | αταξία | αταξίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αταξία < αρχαία ελληνική ἀταξία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αταξία θηλυκό
- η απουσία τάξης, η έλλειψη οργάνωσης και τακτοποίησης
- ενέργεια παιδιού που παραβιάζει κάποιο κανόνα, συνήθως στο σχολείο
- έκανε συνέχεια αταξίες και οι δάσκαλοι του έβαζαν τιμωρίες
- επίσης η συζυγική απιστία