disorderly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | disorderly |
συγκριτικός | more disorderly |
υπερθετικός | most disorderly |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
disorderly (en)
- ακατάστατος
- ↪ a disorderly room - ακατάστατο δωμάτιο
παραθετικά | |
θετικός | disorderly |
συγκριτικός | more disorderly |
υπερθετικός | most disorderly |
disorderly (en)